Ιστορίες Ζωής & Φαντασίας
του Σοφοκλή Μαργαρίτη

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

Το Τρένο

Με βήματα αργά και βαριά έφτασε έως την άκρη της αποβάθρας. Είχε αρκετή ώρα ακόμη μέχρι να έρθει το επόμενο τρένο και βλέποντας μία άδεια θέση, αποφάσισε να καθίσει. Βολεύτηκε στο ζεστό από τον ήλιο μεταλλικό κάθισμα, έσκυψε το κεφάλι του, έκλεισε τα μάτια του και αδιαφορώντας για το αν τον κοιτάζουν οι γύρω του, τα κράτησε έτσι για τουλάχιστον πέντε λεπτά. Για μερικές στιγμές ίσως αποκοιμήθηκε κιόλας. Το σίγουρο όμως ήταν πως στο μυαλό του ήρθε και πάλι η εικόνα εκείνης. Μία εικόνα που τον έκανε να χάνεται σε ένα δικό του κόσμο, κάθε φορά που τον επισκεπτόταν, όσο για λίγο κι αν ήταν αυτό. Ο θόρυβος της αμαξοστοιχίας που περνούσε από την απέναντι πλευρά του σταθμού, τον επανέφερε στο τώρα. Ήταν ένα συνηθισμένο απόγευμα Τρίτης κάποιου Απρίλη και ο Ορέστης, επιστρέφοντας από τη δουλειά του, περίμενε το τρένο που θα τον πήγαινε στο σπίτι του. Έχοντας λιγοστό πλέον χρόνο στη διάθεσή του, ένιωσε την ανάγκη να ρίξει δροσερό νερό στο πρόσωπό του. Σήκωσε το χαρτοφύλακα που είχε αφήσει στο έδαφος, ανάμεσα στα πόδια του και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα του σταθμού.

Έριξε με τις χούφτες του άφθονο νερό στο πρόσωπο και καθώς το σκούπιζε μηχανικά με το χαρτί που βρήκε παραδίπλα, κοίταζε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Ο Ορέστης ήταν ένας αρκετά όμορφος άντρας, αδύνατος, αρκετά ψηλός, με έντονα ζυγωματικά, μελαχρινός, μουσάτος, κοντοκουρεμένος, με ελάχιστα γκρίζα μαλλιά στους κροτάφους, με καστανά μάτια και έντονο βλέμμα, που στα 45 του όμως έδειχνε πιο ταλαιπωρημένος απ' ότι θα έπρεπε. Για την ακρίβεια θα έλεγε κανείς ότι είχε παραμελήσει τον εαυτό του για αρκετό καιρό. Τότε έριξε μία ματιά στο ρολόι που φορούσε στο δεξί του χέρι και είδε πως σε δύο λεπτά θα ήταν 5. Ο συρμός από στιγμή σε στιγμή θα περνούσε και έπρεπε να βιαστεί να βγει και πάλι στην αποβάθρα για να τον προλάβει. Έδιωξε με τα δάχτυλά του τις τελευταίες σταγόνες νερού από το μούσι του, πήρε το χαρτοφύλακά του και έτρεξε προς το τρένο. 

Ίσα-ίσα που το πρόλαβε. Με το που μπήκε στο βαγόνι, έκλεισαν οι αυτόματες συρόμενες πόρτες πίσω του. Δεν είχε όρεξη και πάλι να κάτσει κι έτσι μετακινήθηκε σε μία άκρη, κρατήθηκε από μία χειρολαβή και έμεινε όρθιος, ακίνητος, σε απόσταση αναπνοής από το παράθυρο, να κοιτάζει έξω. Καθώς το τρένο άφηνε πίσω του κτίρια, δρόμους και ανθρώπους, το βλέμμα του στάθηκε φευγαλέα σε ένα νεαρό ζευγάρι που κρατιόταν χέρι-χέρι, σε μία κοπέλα που είχε βγάλει το σκύλο της βόλτα, σε έναν παππού που χαμογελαστός έσπρωχνε τον εγγονό του στην κούνια μιας παιδικής χαράς. Εικόνες ξεγνοιασιάς, μικρά κομμάτια ευτυχίας, μα ο ίδιος ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό του. Πήρε μία βαθιά ανάσα και ασυναίσθητα σήκωσε και πάλι το χέρι του για να δει τι ώρα είναι. Μα το ρολόι δεν ήταν στον καρπό του. Έψαξε με τα μάτια του το πάτωμα γύρω του, μήπως είχε πέσει κάπου εκεί, αλλά δεν το έβλεπε πουθενά. Σκέφτηκε ότι ίσως άνοιξε το κούμπωμα και το έχασε στη διαδρομή από την τουαλέτα του σταθμού μέχρι το βαγόνι. Του πέρασε για μία στιγμή από το μυαλό να κατέβει στην επόμενη στάση και να γυρίσει πίσω, μήπως και το βρει, αλλά αμέσως συνειδητοποίησε πως θα ήταν μάταιος κόπος. Τότε πρόσεξε ότι η μαύρη πλεκτή ζακέτα που φορούσε ήταν ελαφρώς λερωμένη, σκονισμένη και σε ένα σημείο σκισμένη. Διερωτήθηκε πώς, αφού δεν είχε χτυπήσει πουθενά, δεν είχε γίνει κάτι που θα το δικαιολογούσε. Θεώρησε ότι θα πιάστηκε από κάπου πάνω στη βιασύνη του και δε θα το πήρε είδηση. Ο νους του έτσι κι αλλιώς εδώ και μήνες δεν ήταν πολύ συγκεντρωμένος. Το ήξερε αυτό καλά και γι' αυτό έπαψε να δίνει σ' αυτά τα περίεργα γεγονότα περισσότερη σημασία. 

"Τι άλλο θα συμβεί σήμερα;"...μουρμούρισε και έβγαλε από την εσωτερική του τσέπη τα ακουστικά του για να ακούσει λίγη μουσική για το υπόλοιπο της διαδρομής. Εξακολουθούσε να χαζεύει έξω, όταν ξαφνικά παρατήρησε πως έβλεπε μέρη που δεν έπρεπε να δει, μέρη που δεν περίμενε να συναντήσει στην πορεία του, αλλά σίγουρα όχι άγνωστα. Κοίταξε ξανά επίμονα και μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα κατάλαβε πως πήγαινε προς το παλιό του σπίτι, προς αυτό που έμενε μέχρι και πριν από ένα χρόνο. 

"Μα πώς είναι δυνατόν; Πηγαίνω προς την αντίθετη κατεύθυνση! Γίνεται να πήρα λάθος τρένο; Τόσο πια τα έχω χάσει;"...Ψιθύρισε στον εαυτό του, με μία τεράστια έκπληξη ζωγραφισμένη στα μάτια του. Ήταν έτοιμος να βγάλει τα ακουστικά από τα αυτιά του και να μιλήσει σε κάποιον, όταν η μουσική ανεξήγητα έπαψε να παίζει. Με γρήγορες κινήσεις έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και είδε πως η οθόνη του ήταν, όχι απλά σπασμένη, μα θρυμματισμένη. Η έκπληξή του μεγάλωσε, αλλά χωρίς να θέλει να το επεξεργαστεί και αυτό εκείνη την ώρα, το πέταξε στην τσέπη του και άπλωσε το χέρι του για να χτυπήσει στην πλάτη τον νέο άντρα που στεκόταν δίπλα του. 

"Συγνώμη, συγνώμη, νεαρέ...Ποιο τρένο είναι αυτό;"...Είπε χαμηλόφωνα, ακουμπώντας τον ελαφρά στον ώμο. Μα απάντηση δεν πήρε καμία. Ρώτησε ξανά το ίδιο πράγμα. Γύρισε και ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του, έκανε την ίδια ερώτηση και σε άλλους, χωρίς όμως αποτέλεσμα. 

"Μα καλά, δεν μπορεί κάποιος να μου απαντήσει σ' αυτό το απλό που σας ρωτάω;"...Φώναξε φανερά εκνευρισμένος. Μετακινήθηκε μέσα στο βαγόνι, μπερδεμένος και παραξενεμένος. Και γιατί δεν του απαντούσε κανείς και για όλα αυτά τα περίεργα που του είχαν συμβεί μέχρι τότε. Πήγε να πιαστεί και πάλι σε μία χειρολαβή, όταν ξαφνικά το χέρι του τη διαπέρασε. Τρόμαξε, σάστισε. Τι του συνέβαινε; Έτρεξε από άνθρωπο σε άνθρωπο φωνάζοντας αν τον ακούει κανείς, προσπαθώντας να τους αγγίξει, αλλά άδικα. Αυτοί συνέχισαν να έχουν τις δικές τους σκέψεις, να μιλάνε μεταξύ τους, να τον αγνοούν. Χλώμιασε! Συνειδητοποίησε πως ήταν αόρατος γι' αυτούς, ήταν σαν το σώμα του να μην είχε πια ύλη, να μην ήταν πραγματικά εκεί. Σκέφτηκε πως πριν από λίγο κρατιόταν από μία τέτοια ίδια χειρολαβή, ένιωσε να ακουμπάει το νεαρό στον ώμο, τι άλλαξε τώρα; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Εκείνη την ώρα το τρένο έμπαινε σε ένα τούνελ και καθώς όλα έξω σκοτείνιασαν, είδε την αντανάκλασή του στο τζάμι. Η φάτσα του ήταν αγριεμένη, το βλέμμα του αγωνιώδες. Απροειδοποίητα το είδωλό του άλλαξε, τα χαρακτηριστικά του χάθηκαν, κρύφτηκαν πίσω από κατακόκκινο αίμα. Για μερικές ανατριχιαστικές στιγμές που του φάνηκαν αιώνας, έμεινε να κοιτάζει το είδωλό του και το μόνο που έβλεπε ήταν δύο ορθάνοιχτα μάτια να τον κοιτάζουν επίμονα πίσω, δύο μάτια σε ένα κεφάλι λουσμένο στο αίμα. Πανικοβλήθηκε, σωριάστηκε στο πάτωμα, τραβήχτηκε σε μία γωνία, ακούμπησε την πλάτη του στο τοίχωμα του βαγονιού και αφού έφερε τα γόνατά του στο στήθος του, τα αγκάλιασε σφιχτά, κλείνοντας ταυτόχρονα ερμητικά τα γεμάτα δάκρυα μάτια του. 

...και τότε, θυμήθηκε, έτσι απλά. Μικρές εικόνες, σαν κομμάτια παζλ, άρχισαν να τον πλημμυρίζουν, να γεμίζουν τα κενά, να του δείχνουν την αλήθεια. Εικόνες όχι από το μακρινό παρελθόν, αλλά πρόσφατες πολύ, που είχαν γίνει μάλιστα μόλις πριν από λίγο. Ήταν πεσμένος ανάσκελα στη μέση του δρόμου. Περαστικοί είχαν μαζευτεί από πάνω του. Ένας από αυτούς ήταν σκυμμένος και προσπαθούσε να ψηλαφίσει ίχνη σφυγμού στο λαιμό του όταν είπε..."Δυστυχώς είναι νεκρός." Μία ακόμη εικόνα ήρθε να προστεθεί στο παζλ. Κάπου εκεί στο δρόμο, δίπλα στο άψυχο σώμα του, στεκόταν ο ίδιος και παρακολουθούσε το τι διαδραματιζόταν, σαν ένας απλός θεατής, που καταλάβαινε όμως τι είχε συμβεί και που ένιωθε μία απίστευτη γαλήνη και ηρεμία. 

Άνοιξε τα μάτια του και σαν από θαύμα ο φόβος έφυγε, αντικαταστάθηκε από την ίδια αυτή υπέροχη γαλήνη. Στην πραγματικότητα αυτό που βίωνε ήταν λαχτάρα να δει ξανά αγαπημένα πρόσωπα. Αυτή ήταν η σκέψη, αυτό ήταν το συναίσθημα που του έφερε την ηρεμία. Ο γρίφος που έζησε τα τελευταία λεπτά, φαινομενικά είχε λυθεί. Τώρα πια ήξερε γιατί δεν τον έβλεπε κανείς στο τρένο, γιατί σταμάτησε να μπορεί να αγγίζει, γιατί ταξίδευε προς αυτό το άλλοτε αγαπημένο του σπίτι. Κατάλαβε πως το μυαλό του, του έπαιζε παιχνίδια. Όλα όμως μπήκαν στη θέση τους, ξεδιάλυναν, καθώς το μόνο που χρειαζόταν ήταν να αντιληφθεί την κατάστασή του.

Είχαν βγει από το τούνελ εδώ και αρκετά λεπτά. Ο χαρτοφύλακας δεν υπήρχε πια πουθενά, χωρίς ωστόσο να το έχει προσέξει. Στεκόταν δίπλα στην πόρτα και περίμενε με ανυπομονησία πότε θα φτάσει στη στάση του. Ευτυχώς αυτή δεν αργούσε και πολύ. Τίποτα πια δεν είχε αξία. Αρκεί που θα συναντούσε εκείνη. Με έναν τρόπο μαγικό, κατέληξε στο σπίτι. Λες και το τρένο οδηγούσε κατευθείαν στην είσοδο του διαμερίσματος, στο οποίο μοιράστηκε τόσα πράγματα μαζί της. Λες και όλα τα ενδιάμεσα, από το σταθμό μέχρι και αυτό, δεν υπήρξαν ποτέ. Μπήκε μέσα και την καρδιά του, ναι αυτήν που είχε πάψει πια να κτυπά, αφού δεν ήταν ζωντανός, την ένιωσε να κοντεύει να σπάσει, να πάλλετε ασταμάτητα. Αυτό αισθάνθηκε, ίσως από συνήθεια. Έκανε λίγα βήματα και τότε απέναντί του, στην κουζίνα που κάθε πρωί έπαιρναν το πρωινό τους, την είδε, καθισμένη σε μία καρέκλα, δίπλα στην μπαλκονόπορτα. 

Για όλους ήταν τα δύο "Όμικρον"! Ο Ορέστης και η Όλγα. Οι Όμικρον, όπως τους αποκαλούσαν χαριτολογώντας για συντομία φίλοι και συγγενείς. Αχώριστοι από την παιδική τους ηλικία, συνομήλικοι, αρχικά γείτονες, φίλοι και ζευγάρι από τα τέλη της εφηβείας τους και μετά. Στην κυριολεξία μία ζωή μαζί και παντρεμένοι για 21 σχεδόν έτη, από την εποχή που τελείωσαν δηλαδή και οι δύο τη νομική. Παιδιά δεν έκαναν, αν και το ήθελαν πολύ. Προσπάθησαν για χρόνια, αλλά δεν τα κατάφεραν και μόνο τελευταία είχαν σκεφτεί την οδό της υιοθεσίας. Ήθελαν πολύ τουλάχιστον ένα παιδί, για να ολοκληρώσει την ευτυχία τους, να τους συμπληρώσει. Να του δώσουν ένα μέρος της αγάπης που μοιράζονταν μεταξύ τους από πάντα. Το παιδί μπορεί να μην ήρθε, ήρθε όμως κάτι άλλο. Είχαν περάσει μόλις λίγες μέρες που η Όλγα είχε γιορτάσει μαζί με τον άντρα της και τους φίλους τους τα 44α γενέθλιά της, όταν ξαφνικά δεν ένιωσε καλά. Οι εξετάσεις, προς έκπληξη όλων, έδειξαν καρκίνο του πνεύμονα και μάλιστα σε πολύ προχωρημένο στάδιο. Η Όλγα, όπως άλλωστε και ο Ορέστης, δεν έβαλε πότε τσιγάρο στο στόμα της. Γενικά φρόντιζε τον εαυτό της και ακολουθούσε έναν όσο το δυνατόν υγιεινό τρόπο ζωής. Φάνηκε όμως πως στην περίπτωσή της αυτό δεν έπαιξε κανένα ρόλο. Ο καρκίνος αναπτυσσόταν τους τελευταίους μήνες χωρίς κανένα σύμπτωμα και έκανε την εμφάνισή του όταν ήταν ήδη πολύ αργά. Οι χημειοθεραπείες δεν πρόσφεραν το παραμικρό και μέσα σε τρεις μήνες από τη στιγμή της διάγνωσης η Όλγα είχε κιόλας φύγει, αφήνοντας πίσω της έναν Ορέστη συντετριμμένο. 

Όμως τώρα η Όλγα ήταν εκεί μπροστά του, λίγα μέτρα μακριά του και αυτό ήταν που τον ένοιαζε. Φώναξε το όνομά της, καθώς την πλησίαζε. 

"Αγάπη μου είμαι εδώ!"...της είπε με όσο πιο γλυκό τρόπο γινόταν, ώστε να μην την τρομάξει. Η Όλγα γύρισε αργά το πρόσωπό της προς το μέρος του, μα δεν του απάντησε, ούτε τον κοίταξε στα μάτια και αμέσως το κατάλαβε. Δεν τον έβλεπε, δεν τον άκουγε, ούτε κι αυτή. Κατέρρευσε. Αυτό πραγματικά δεν το περίμενε. Ούτε που το είχε καν υποψιαστεί. Το γρίφο που ζούσε δεν τον είχε λύσει εντελώς όπως νόμιζε, όχι ακόμη. Δεν έκανε προσπάθεια να την αγγίξει, δεν υπήρχε κανένας λόγος. Θα ήταν άσκοπο. Για άλλη μία φορά λοιπόν αποσύρθηκε σε μία άκρη, δίπλα στο έπιπλο που κρεμούσαν τα πανωφόρια τους και κάλυψε τα μάτια του με τα χέρια του. Οι εικόνες επανήλθαν, μόνο που τώρα ήταν πιο ξεκάθαρες, πιο αναλυτικές.

Ο Ορέστης είχε σοκαριστεί με τη διάγνωση. Του ήταν αδιανόητο αυτό που εξελισσόταν. Η γυναίκα του μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο για τις άκαρπες χημειοθεραπείες και αυτός ένιωθε τραγικά απογοητευμένος με τον εαυτό του, πίστευε πως ήταν ανίκανος να τη βοηθήσει, να της απαλύνει τον πόνο. Την έβλεπε απλά να φεύγει μέσα από τα χέρια του, να λιώνει. Σχεδόν αμέσως μετά από το θάνατό της, ήρθε η κατάθλιψη. Του έλειπε αβάσταχτα. Όλοι του έλεγαν πως ο χρόνος θα ελαττώσει την οδύνη, μα αυτός είχε χάσει το άλλο του μισό, δεν ήξερε πώς να ζει χωρίς αυτήν. Το γεγονός ότι εγκατέλειψε το σπίτι τους ένα μήνα μετά τη φυγή της, γιατί μέσα σ' αυτό τα πάντα του τη θύμιζαν βασανιστικά, δεν τον βοήθησε. Η εικόνα της τον ακολουθούσε παντού και πάντα και τις περισσότερες  φορές ήταν η εικόνα της από το νοσοκομείο, η θλιβερή ανάμνηση των τελευταίων ημερών. Στο δικηγορικό γραφείο όπου εργαζόταν πήγαινε πλέον τυπικά, δεν ενδιαφερόταν για τις υποθέσεις, του ήταν ξένες. Στην προτροπή των δικών του ανθρώπων να συμβουλευτεί κάποιον ειδικό, δεν έδωσε καμία βαρύτητα, αντίθετα κλείστηκε τραγικά περισσότερο στον εαυτό του. Λίγους μήνες πριν, σκοτεινές σκέψεις άρχισαν να περνάνε απ' το μυαλό του. Σκέψεις που δε θα έπρεπε να τις κάνει κανείς, ποτέ. Έτσι λίγες ώρες πριν και αφού έφυγε από το γραφείο, στη διαδρομή προς το σταθμό του τρένου, έδωσε τέλος στη ζωή του μπαίνοντας ξαφνικά στην πορεία ενός λεωφορείου. Το σκεφτόταν έντονα για εβδομάδες, χωρίς να το εκμυστηρευτεί σε κανέναν και την ημέρα ακριβώς που η Όλγα έκλεινε ένα χρόνο απουσίας, το έκανε. Ο τρόπος ήταν απόφαση της τελευταίας στιγμής. Μόλις είδε ότι ένα λεωφορείο ανέπτυξε ταχύτητα για να προλάβει το πορτοκαλί φανάρι, όρμησε στη μέση του δρόμου. Το βαρύ όχημα έπεσε πάνω του με δύναμη, του κατάφερε μεταξύ άλλων ένα σφοδρό χτύπημα στο κεφάλι και στη συνέχεια τον πέταξε αρκετά μέτρα μακριά, καθώς ο οδηγός φρέναρε απότομα, στην προσπάθειά του να μην τον παρασύρει. Πέφτοντας στην άσφαλτο χτύπησε το κεφάλι του για δεύτερη φορά και έμεινε στον τόπο. Η οθόνη του κινητού τηλεφώνου του, που ήταν στην εσωτερική τσέπη της ζακέτας του, θρυμματίστηκε. Το κούμπωμα απ' το ρολόι του άνοιξε και έφυγε από το χέρι του. Ο χαρτοφύλακας ξεκλείδωσε και πολλά σημαντικά έγγραφα σκορπίστηκαν ολόγυρά του. Δεκάδες περαστικοί, σοκαρισμένοι με αυτό που συνέβη, έτρεξαν αμέσως, όμως ήταν ήδη πολύ αργά. Ο οδηγός του λεωφορείου έπιανε όλο απελπισία το κεφάλι του, καταλαβαίνοντας όμως κατά βάθος ότι δε θα μπορούσε με τίποτα να τον έχει αποφύγει. 

Άνοιξε τα μάτια του και διαπίστωσε πως ακόμα βρισκόταν στο διαμέρισμα. Πίστευε ακράδαντα ότι υπάρχει κάτι μετά, ότι οι ψυχές δε χάνονται. Αυτοκτόνησε, γιατί νόμιζε ότι έτσι θα είναι και πάλι μαζί της. Έκανε όμως λάθος. Την έβλεπε εκεί μπροστά του, με τα καστανά μακριά μαλλιά της στη θέση τους, με τα καφεπράσινα μάτια της να είναι ξανά γεμάτα όλο ζωντάνια, όπως όταν ήταν υγιής, να αγναντεύει έξω από το παράθυρο, να ακούει μουσική και να απολαμβάνει τη θέα. Αυτός όμως δεν ήταν εκεί γι' αυτήν. Στην ουσία ούτε η Όλγα ήταν εκεί για τον ίδιο. Το να τη βλέπει, αλλά να μην μπορεί να επικοινωνήσει μαζί της, να της κάνει μία αγκαλιά, να της δώσει ένα φιλί, να της πει πόσο του έλειψε και πόσο πολύ την αγαπά, δεν του ήταν αρκετό, αλλά αντίθετα το έβρισκε άχρηστο, άδικο, εξοργιστικό και μαρτυρικό.

Υπήρχε όντως κάτι μετά, αλλά τι ήταν αυτό; Ήταν ο παράδεισος; Ήταν η κόλαση; Ήταν και τα δύο αυτά μαζί πάνω σε κάτι που θύμιζε τη γη; Την περιεργάστηκε με τα μάτια του για μια τελευταία φορά και καθώς άρχισε να νιώθει πως πνίγεται, της είπε αντίο. Βγήκε απ' το διαμέρισμα και βρέθηκε στην αποβάθρα. Είχε αρχίσει να πιστεύει πως αυτή ήταν η κόλαση, έστω μία μορφή της. Πως ήταν η τιμωρία του, γι' αυτή του την πράξη. Μόνο με κόλαση θα μπορούσε να συγκριθεί η μοναξιά που τον περίμενε. Κάθισε στην ίδια θέση, μετανιωμένος για την απόφασή του και έμεινε εκεί να χαζεύει τα τρένα, που τελικά ήταν απλά τα μέσα μεταφοράς...για άλλους προς τη γαλήνη...για τον ίδιο προς τη λήθη.

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

Η Πτώση

Έπεφτε...έπεφτε για πολύ ώρα με ταχύτητα στο κενό, χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι γι' αυτό. Είχε φτερά, αλλά αυτή τη φορά του ήταν άχρηστα. Είχε τα μάτια του κλειστά. Όχι από φόβο, όχι από απόγνωση. Αυτή την πτώση την περίμενε, έγινε με δική του επιλογή. Είχε τα μάτια του κλειστά και προσπαθούσε να καταλάβει πώς άφησε τα πράγματα να φτάσουν ως εκεί, πώς επέτρεψε να γίνει ο κακός της υπόθεσης. Ξαφνικά, εκκωφαντικοί ήχοι πλημμύρισαν το μυαλό του. Ήχοι που βγάζουν τα μέταλλα όταν συγκρούονται με μανία μεταξύ τους, τα φτερά όταν ανοιγοκλείνουν απότομα, αλλά και κραυγές πολεμικές. Τότε, οι ήχοι έγιναν εικόνες...βίαιες, σπαρακτικές, μα πάνω απ' όλα αληθινές και όχι δημιουργήματα κάποιας φαντασίας. Αδερφός εναντίον αδερφού...Άγγελος εναντίον αγγέλου. Σπαθιά που ανεβοκατεβαίνουν με ορμή, διαπερνούν περίτεχνες πανοπλίες, κόβουν τη σάρκα. Πύρινα βέλη που σκίζουν τον αέρα, σκορπώντας το θάνατο. Αίμα, φτερά, άψυχα και διαμελισμένα κορμιά, παντού σκορπισμένα πάνω στο χρυσό χορτάρι. Στο χορτάρι των απέραντων λιβαδιών του παραδείσου, που πόλεμο όμοιο με αυτόν δεν είχαν δει ποτέ.

Άνοιξε τα μάτια του. Οι ήχοι σιώπησαν, οι εικόνες εξαφανίστηκαν. Μόνος πια στη σιωπή. Κοίταξε γύρω του. Ολόλευκα σύννεφα παντού και αυτός περνούσε ανάμεσά τους. Η πτώση του φαινόταν να μην έχει τέλος. Μέχρι που κάτι άρχισε να διακρίνει προς τα κάτω. Εστίασε καλύτερα το βλέμμα του, καθώς πλησίαζε περισσότερο και συνειδητοποίησε πως έπεφτε με ορμή προς μια πέτρινη εκκλησία, τοποθετημένη στο κέντρο μιας απέραντης καταπράσινης πεδιάδας. Το τοπίο ήταν μαγευτικό, ήρεμο, πανέμορφο, μα αυτός πανικοβλήθηκε. Χωρίς τον έλεγχο των φτερών του, το μόνο που είχε πια να περιμένει ήταν ο θάνατος. Δεν είχε όμως συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο. Απελπίστηκε, έκρυψε με τα χέρια του το πρόσωπό του, άρχισε να δέχεται τη μοίρα του, άλλωστε αυτός ήταν ο ηττημένος του πολέμου. Τότε ένιωσε να παίρνει και πάλι τον έλεγχο! Ένιωσε ανακούφιση, έστω παροδική. Χωρίς δεύτερη σκέψη άπλωσε τα λευκά, μα ταλαιπωρημένα του φτερά, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή και στάθηκε ακίνητος στον αέρα, λίγα μόλις μέτρα πάνω από το χώμα. Αισθάνθηκε μία περίεργη και ανέλπιστη γαλήνη, την οποία ευχήθηκε να μπορούσε να κρατήσει για πάντα. Δεν ήταν σίγουρος για το τι θα ακολουθούσε, αλλά ήταν βέβαιος πως καθόλου γαλήνιο δεν θα ήταν. Άλλωστε αυτή του η πτώση, ήταν η τιμωρία του. Με πολύ αργές, σχεδόν ανεπαίσθητες κινήσεις, λες και προσπαθούσε να ξεγελάσει το χρόνο, αιωρούμενος πλησίασε προς το έδαφος. Η εμφανώς εγκαταλελειμμένη και ερειπωμένη εκκλησία βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής πια, ακριβώς μπροστά του. Πάτησε στο πρόσφατα βρεγμένο χορτάρι, κατέβασε και δίπλωσε τα φτερά του και αφού πήρε μία βαθιά ανάσα, σκέφτηκε τις τελευταίες λέξεις που του απηύθυνε ο ουράνιος πατέρας του..."Θάνατος ή αιώνια εξορία. Δική σου η επιλογή."...

..."και τώρα τι;"

...Ψέλλισε και κοίταξε γύρω του. Η επίπεδη πεδιάδα έδειχνε να μην έχει τέλος και πέρα από το ασυνήθιστα ψηλό χορτάρι, δεν υπήρχε το παραμικρό άλλο φυτό ή δέντρο. Το μόνο που ξεχώριζε ήταν η μισογκρεμισμένη και μεγαλύτερη από την πρώτη του εντύπωση, γοτθική εκκλησία. Παράλληλα επικρατούσε μία απόλυτη, νεκρική ησυχία. Τίποτα το ζωντανό δεν υπήρχε εκεί, τουλάχιστον όχι κοντά του. Τελικά το τοπίο δεν ήταν και τόσο όμορφο όπως νόμιζε αρχικά, αλλά αντίθετα κάτι ανατριχιαστικό υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Ξεκίνησε να πάει προς τα ερείπια, όταν ξαφνικά και αφού πρόλαβε να κάνει μόλις δύο βήματα, αισθάνθηκε τη γη να τρέμει. Αυτό κράτησε για λίγες στιγμές. Σαν κάτι να ήθελε να τον προϊδεάσει για τη συνέχεια. Μπήκε μέσα στην εκκλησία και πρόσεξε πως το καταπράσινο χορτάρι συνέχιζε και σ' αυτήν. Παρατήρησε το χώρο και είδε πως μόνο οι τοίχοι είχαν απομείνει και τίποτε άλλο, ούτε καν η στέγη. Το μόνο παράταιρο στο όλο σκηνικό ήταν ένα μεγάλο και επιβλητικό δέντρο στο κέντρο της εκκλησίας, γεμάτο με μικρά ολόλευκα λουλούδια. Ξαφνικά η γη άρχισε και πάλι να σείεται ελαφρώς. Τότε, απροειδοποίητα, ο ήχος μιας σάλπιγγας ακούστηκε από ψηλά, κάτι που τον έκανε να σηκώσει το βλέμμα του προς τον ουρανό. Ο ήλιος που φαινόταν μέχρι πριν από λίγο ανάμεσα στις νεφώσεις, είχε κρυφτεί πίσω από απειλητικά πυκνά μαύρα σύννεφα. Όλα σκοτείνιασαν. Ο ήχος της σάλπιγγας τον ενοχλούσε, του έφερε μία περίεργη ζαλάδα. Έκλεισε για λίγο τα μάτια του, ελπίζοντας όλο αυτό να περάσει γρήγορα και στηρίχτηκε με το δεξί του χέρι πάνω στο κορμό του δέντρου. Πρόσεξε όμως πως αυτό δεν ήταν όπως όταν πρωτομπήκε στην εκκλησία. Ένα-ένα τα μικρά του λευκά λουλούδια άρχισαν να πέφτουν στο έδαφος. Το ίδιο το δέντρο, αν και αρχικά του είχε φανεί πως ήταν μεγαλοπρεπές και υγιέστατο, τώρα έδειχνε παλιό, σαν άρρωστο από χρόνια. Ο ήχος της σάλπιγγας σταμάτησε το ίδιο απότομα, όπως κι όταν ξεκίνησε. Αλλά αυτό δεν ήταν το τέλος. Αυτό μάλιστα σκέφτηκε κι ο ίδιος στο μυαλό του. Ένας εξαιρετικά δυνατός κρότος ακούστηκε από ψηλά και σήκωσε για δεύτερη φορά το βλέμμα του. Σε ένα σημείο τα μαύρα σύννεφα είχαν αρχίσει να αποκτούν το πυρόξανθο χρώμα της φωτιάς. Άπειρες εκρήξεις συνέβαιναν μονομιάς πάνω από αυτά, μέσα σε αυτά. Μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα μία πύρινη δέσμη ξεπήδησε από μέσα τους και ένωσε τον ουρανό με τη γη. Χωρίς να προλάβει να αντιδράσει, έγινε ένα με τη φωτιά, αφού αυτός ήταν ο στόχος της. Άρχισε να ουρλιάζει από τον αφόρητο πόνο, καθώς οι θεϊκής προέλευσης φλόγες τον τύλιξαν. Παρακαλούσε να πεθάνει για να γλιτώσει από αυτό το μαρτύριο, όταν διαπίστωσε ότι μπορεί να ένιωθε ότι καίγεται, αλλά η φωτιά ήταν σαν να μην τον άγγιζε. Η περίτεχνη ασημένια πανοπλία του δεν είχε υποστεί την παραμικρή ζημιά και μπορεί να ένιωθε τον πόνο, το κάψιμο και την απίστευτη θερμότητα, αλλά η σάρκα του δεν έλιωνε. Όλα έμοιαζαν να είναι στο μυαλό του, αλλά ταυτόχρονα να είναι και αληθινά. Κατάλαβε πως όλο αυτό δεν είχε σκοπό να τον σκοτώσει και περίμενε υπομονετικά τη μοίρα του, με την οδύνη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Είχε πλέον πέσει στα γόνατά του, όταν τα λευκά του φτερά άρχισαν το καθένα ξεχωριστά να μετατρέπονται σε μαύρα. Τα ξανθά του μαλλιά ως δια μαγείας έγιναν καστανά και δύο μικρά, αλλά μυτερά κέρατα αναδύθηκαν από το μέτωπο του. Και τότε όλα σταμάτησαν...Η φωτιά, οι εκρήξεις από τον ουρανό, ο απίστευτος πόνος, η μεταμόρφωσή του. Σηκώθηκε με δυσκολία, περιεργάστηκε διστακτικά με τις άκρες των δακτύλων του τα κέρατα και φέρνοντας μπροστά το ένα του φτερό διαπίστωσε την αλλαγή στο χρώμα. Νιώθοντας μία πρωτόγνωρη αποστροφή για το κτίσμα μέσα στο οποίο βρισκόταν, προχώρησε προς την έξοδο της εκκλησίας. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του, καθώς για πρώτη φορά αμφέβαλλε για το αν διάλεξε σωστά. Αυτή του όμως η αμφιβολία δε θα κρατούσε για πολύ, θα τη διέλυε η τελευταία πράξη, για την οποία κανένας δε θα μπορούσε να τον έχει προετοιμάσει.

Βγήκε από το ναό και με αργά βήματα απομακρύνθηκε από αυτόν. Το χορτάρι δεν ήταν πια πράσινο, αλλά ξερό, σαν από καιρό. Σαστισμένος απ' ό,τι του είχε συμβεί μέχρι τώρα, δεν πρόσεξε πως το κάθε του βήμα άφηνε πίσω του ένα πύρινο αποτύπωμα. Και τότε ήχησε ένα δεύτερο και τελευταίο θεϊκό σάλπισμα. Τα σύννεφα άρχισαν να παρουσιάζουν πολλά και μικρά κυκλικά ανοίγματα, που άφηναν τις ακτίνες του ήλιου να περάσουν και να αγγίξουν τη ξεραμένη πλέον γη. Δεν άφησαν όμως μόνο το φως να περάσει. Σχεδόν ταυτόχρονα, ανδρικά σώματα, εξουθενωμένα, ματωμένα, φτερωτά, άρχισαν να πέφτουν με ταχύτητα προς τον ίδιο, μέσα από τις ουράνιες πύλες. Στην αρχή δε συνειδητοποίησε ποιοι ήταν, όμως όταν είδε καλύτερα αμέσως το κατάλαβε. Ήταν οι άντρες του, οι άγγελοι που τον ακολούθησαν στη μάχη και έχασαν μαζί του τον πόλεμο. Φοβήθηκε πως και αυτοί θα είχαν τη δική του τύχη. Έκανε όμως λάθος. Αυτό που τους περίμενε ήταν πολύ πιο τρομακτικό. Καθώς έπεφταν, άρπαζαν φωτιά, σα να το προκαλούσαν οι ίδιοι από μέσα τους, από τα βάθη της ύπαρξής τους. Όμως η φωτιά αυτή δεν άλλαξε απλώς μερικά χαρακτηριστικά τους. Τους έπλασε από την αρχή, δίνοντάς τους όψη φρικιαστική, δαιμονική. Μακριά άκρα, γαμψά νύχια, γυμνά φτερά σα νυχτερίδας, κόκκινα μάτια, αιχμηρά δόντια και ένα πρόσωπο βγαλμένο από εφιάλτη. Ένας-ένας σωριάζονταν στο έδαφος, έχοντας χάσει κάθε τι το αγγελικό. Το μόνο που άκουγε ήταν οι κραυγές τους, καθώς ολοκληρωνόταν και η δική τους μεταμόρφωση. Όταν η πτώση τους τελείωσε και οι φωνές τους εξαντλήθηκαν, άρχισαν να έρχονται προς το μέρος του. Τον περικύκλωσαν, φλεγόμενοι, αμίλητοι, με μία σιγουριά στα απόκοσμα πρόσωπά τους και γονάτισαν μπροστά του. Τον είχαν ακολουθήσει στον παράδεισο. Δεν είχαν σκοπό να κάνουν τώρα κάτι διαφορετικό.

Η γη σείστηκε δυνατά για μία ακόμα φορά, όμως τώρα το έδαφος άνοιξε στα δύο και ό,τι είχε απομείνει από την εκκλησία χάθηκε μέσα του. Αυτοί όμως στέκονταν ακόμη ακίνητοι, ακλόνητοι, δίπλα του. Αυτός ο σεισμός ήταν δικό τους δημιούργημα. Παντού ξεπήδησαν γλώσσες φωτιάς. Όλα παραδόθηκαν στη δύναμή της, στη μανία της. Ο ουρανός κοκκίνισε και θα έμενε έτσι για πάντα, να αντανακλά τη φωτιά, στην οποία οι δαίμονες πριν από λίγο είχαν βαφτιστεί.

Η κόλαση μόλις είχε γεννηθεί και ο Λούσιφερ είχε στεφθεί ο μοναδικός βασιλιάς της...

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Το Ξύπνημα

Σκοτάδι...παντού σκοτάδι και αυτός ήταν κάπου ξαπλωμένος ανάσκελα. Δεν έβλεπε απολύτως τίποτε. Πήγε να απλώσει το δεξί χέρι, αλλά δε πρόλαβε να το ανυψώσει ιδιαίτερα, όταν κτύπησε σε μια ξύλινη επιφάνεια. Αμέσως πανικοβλήθηκε. Ψηλάφησε με αγωνία με τα δυο του χέρια γύρω του. Ξύλινες, ξεφτισμένες σανίδες υπήρχαν σε απόσταση αναπνοής. Κούνησε τα πόδια του...το ίδιο. Συνειδητοποίησε πως ήταν κλεισμένος σε ένα πρόχειρα φτιαγμένο ξύλινο κουτί. Η λέξη φέρετρο ταίριαζε στη περίσταση, αλλά δεν ήθελε ούτε να τη σκεφτεί. Τον τρόμαζε ακόμη περισσότερο. Με μάτια βουρκωμένα φώναξε "βοήθεια"...ξανά και ξανά. Μάταια όμως. Ένιωσε τον αέρα να μη του φτάνει, άρχισε με μανία να σπρώχνει προς τα πάνω αυτό που πίστευε πως ήταν η πόρτα της φυλακής του και χωρίς δυσκολία αυτή υπάκουσε, ανασηκώθηκε ελαφρώς. Τότε μικρή ποσότητα χώματος πέρασε μέσα από τις χαραμάδες, ανάμεσα στις σανίδες. Το χώμα έπεσε στα μάτια του, στο στόμα του, παντού. Ο τρόμος μεταμορφώθηκε. Έγινε αηδία, οργή. Έσπρωξε με όλη του τη δύναμη και το καπάκι άνοιξε, διώχνοντας το λιγοστό χώμα που το κάλυπτε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και αισθάνθηκε για πρώτη φορά από την ώρα που ξύπνησε ανακουφισμένος. Κοίταξε ίσια, ψηλά. Αυτό που πρωτοαντίκρισε ήταν η πανσέληνος, μισοκρυμμένη πίσω από άφθονα γυμνά κλαδιά. Άπλωσε το αριστερό του χέρι στο πλάι, έξω από τον τάφο. Ένιωσε κάτι σχετικά κρύο, υγρό. Ήταν χιόνι. Στηρίχθηκε και σηκώθηκε. Ήταν, ποιος ξέρει για πόσο, θαμμένος σε βάθος 15 εκατοστών μέσα στο χώμα. Με το βλέμμα του έψαξε βιαστικά ολόγυρά του για κάτι γνώριμο. Το μικρό δάσος στο οποίο βρισκόταν δε του θύμιζε το παραμικρό. Αναρωτήθηκε πως βρέθηκε εκεί, ποιος τον έθαψε ζωντανό και γιατί. Δε θυμόταν όμως το οτιδήποτε που θα του έδινε απαντήσεις. Ξεκίνησε να περπατά. Ήθελε να βγει από το δάσος και προχώρησε προς κάτι που έμοιαζε με αυτοκινητόδρομο.

Διέσχισε απρόσεχτα τον παγωμένο δρόμο, σχεδόν παραπατώντας. Ένας οδηγός, κουρασμένος από την πολύωρη οδήγηση, είδε το νεαρό άντρα την τελευταία στιγμή και πάτησε απότομα το φρένο. Ευτυχώς το όχημα σταμάτησε εγκαίρως. Άνοιξε την πόρτα, πετάχτηκε εμφανώς ταραγμένος από τη θέση του και τον πλησίασε. Είδε τον Σεμπάστιαν, ναι...αυτό ήταν το όνομά του και του είπε διστακτικά...

"Είστε καλά; Φαίνεται πως χρειάζεστε βοήθεια!"

Ο Σεμπάστιαν στάθηκε ακίνητος, φανερά χαμένος σε ένα δικό του κόσμο. Το πρόσωπό του ήταν λουσμένο στο αίμα. Τα ρούχα του ήταν σκισμένα σε αρκετά σημεία, λερωμένα από μουσκεμένο χώμα. Το κρύο, ο χειμώνας που τις τελευταίες μέρες αποκάλυψε για τα καλά τη δύναμή του στις βόρειες πολιτείες της Αμερικής, έδειχνε να μην αγγίζει τον έντονα ταλαιπωρημένο άντρα. Σήκωσε το κεφάλι του, κοιτάζοντας επίμονα τον οδηγό, χωρίς να πει λέξη. Ξαφνικά ένιωσε κάτι που δε μπορούσε να κατανοήσει, να ελέγξει. Τα γαλανά του μάτια έγιναν κατακόκκινα. Οι κυνόδοντές του μεγάλωσαν και μια απίστευτη δίψα τον έκανε να ορμήσει στον άτυχο μεσήλικα άντρα. Τον άρπαξε από τους ώμους και αστραπιαία βύθισε τα δόντια του στο λαιμό του. Άφησε το άψυχο σώμα να σωριαστεί στην άσφαλτο και σκουπίζοντας το αίμα από το πηγούνι του, υποψιάστηκε την αλήθεια.

...Ένας βρικόλακας μόλις είχε γεννηθεί...

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Τα Σαββατοκύριακα Γίνεσαι Ολόκληρος...

Κάθε μέρα ξυπνάς με διάθεση ανύπαρκτη. Ανοίγεις νυσταγμένος και με κόπο τα μάτια σου. Σηκώνεσαι με δυσκολία από το κρεβάτι. Δε λες καλημέρα στους δικούς σου. Περιορίζεσαι στο να κουνήσεις ελαφρώς το κεφάλι. Τρως κάτι βιαστικά και φεύγεις για τη δουλειά. Βάζεις ακουστικά στα αυτιά. Δε θες να ακούς κανέναν. Φτάνεις στο τόπο της εργασίας σου. Χαιρετάς μάλλον τυπικά τα άτομα στο εργασιακό σου περιβάλλον, κάνεις τη δουλειά σου τελείως μηχανικά και επιστρέφεις στο σπίτι. Κάθεσαι στο τραπέζι μαζί με τους δικούς σου για το μεσημεριανό. Απαντάς μονολεκτικά στις ερωτήσεις τους. Τελειώνεις το φαγητό σου όσο πιο σύντομα μπορείς και κλείνεσαι στο δωμάτιό σου. Περνάς τον ελεύθερο χρόνο σου χαμένος μέσα στις μουσικές σου και στις ταινίες σου. Που και που το τηλέφωνο κτυπά και ένα χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό σου. Και όλο αυτό γίνεται για πέντε συνεχόμενες μέρες.

Ξημερώνει Σαββάτο! Ξυπνάς μέσα στα χαμόγελα! Ετοιμάζεσαι μέσα στη χαρά, δίνεις ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο της μητέρας σου και ξεκινάς για τη δουλειά! Το χαμόγελο παραμένει εκεί, ζωγραφισμένο στο πρόσωπό σου! Μόνιμο, να δείχνει προσμονή! Φτάνει το μεσημέρι. Χαιρετάς εγκάρδια. Μοιράζεις απλόχερα τις ευχές για καλό Σαββατοκύριακο δεξιά και αριστερά και κατευθύνεσαι προς τα ΚΤΕΛ! Το λεωφορείο ξεκινά! Βυθίζεσαι στο κάθισμα, με τα μάτια καρφωμένα στο τοπίο έξω. Στα αυτιά έχεις πάντοτε την αγαπημένη σου μουσική. Μετά από δύο ώρες έχεις πια φτάσει στο προορισμό σου. Κατεβαίνεις γρήγορα. Βρίσκεσαι στη Θεσσαλονίκη! Το νιώθεις στον αέρα με τη κάθε σου ανάσα! Ψάχνεις με το βλέμμα σου και σύντομα η αναζήτησή σου σταματά. Ο άνθρωπός σου είναι εκεί και σε περιμένει. Πιάνεστε απ' το χέρι και χάνεστε μέσα στο πλήθος. Η καρδιά σου μόλις έγινε ολόκληρη και άρχισε και πάλι να κτυπά...για δύο μέρες τουλάχιστον...


* Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά και πριν από καιρό στο www.clipartradio.gr

Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Αδιέξοδο

Άνοιξε απότομα τα μάτια του, νιώθοντας λίγο ζαλισμένος. Είχε την εντύπωση πως κράτησε τα βλέφαρά του κλειστά μόνο για μερικά δευτερόλεπτα. Στην πραγματικότητα όμως ήταν κλειστά για πολύ παραπάνω. Κοίταξε γύρω του. Διαπίστωσε πως το ελαφρώς φωτισμένο δωμάτιο στο οποίο βρισκόταν ήταν το δικό του δωμάτιο, ο προσωπικός του χώρος όπου περνούσε τις περισσότερες ώρες της ημέρας, είτε για να χαθεί στα κείμενά του, είτε για να χαλαρώσει. Ήταν καθισμένος στην αγαπημένη του μαύρη και φθαρμένη από το χρόνο, δερμάτινη πολυθρόνα. Κοίταξε ίσια μπροστά και αυτό που αντίκρισε δε του άρεσε ιδιαίτερα. Απέναντί του βρίσκονταν δυο παράθυρα, τοποθετημένα συμμετρικά στον τοίχο, το ένα δίπλα στο άλλο. Μέσα από αυτά θα έπρεπε να βλέπει τα φώτα των κτιρίων της Νέας Υόρκης, αλλά τώρα δεν έβλεπε απολύτως τίποτε. Πετάχτηκε από τη πολυθρόνα και με γρήγορα βήματα πλησίασε στο αριστερό παράθυρο. Αμέσως διαπίστωσε πως πέρα από αυτό υπήρχε μόνο σκοτάδι. Τότε με τρόμο είδε πως δεν υπήρχε ούτε κούφωμα, ούτε τζάμι. Σα να είχαν εξαφανιστεί με μαγικό τρόπο. Προσπάθησε να απλώσει το χέρι του και συνειδητοποίησε πως δε μπορούσε να το κάνει. Μια αόρατη δύναμη το σταματούσε τη στιγμή που περνούσε το όριο του ανοίγματος. Μετακινήθηκε στο διπλανό παράθυρο, το ίδιο ακριβώς. Κρύος ιδρώτας τον έπιασε και οι χτύποι της καρδιάς του εκτοξεύθηκαν στα ύψη. Γύρισε απότομα και κάρφωσε το βλέμμα του στη πόρτα του δωματίου. Έτρεξε και έπιασε το στρογγυλό πόμολο. Το έστριψε μέσα στην αγωνία. Μάταια. Ήταν κλειδωμένη. Άρχισε να κτυπάει δυνατά τη ξύλινη πόρτα και με τις δύο του γροθιές. Μπορεί να βρισκόταν στο αγαπημένο δωμάτιο του σπιτιού του αλλά ήθελε όσο τίποτε άλλο να βγει από αυτό. Είχε τρομοκρατηθεί. Άνοιξε το στόμα του και επιχείρησε να φωνάξει για βοήθεια. Ίσως κάποιος να τον άκουγε. Και τότε πανικοβλήθηκε, όπως ποτέ στη ζωή του. Δεν έβγαινε φωνή. Λες και κάποιος του την είχε κλέψει. Γονάτισε μπροστά στην ασφαλισμένη πόρτα και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του. Δεν ήξερε τι να κάνει. Σε λίγο, σα να ήταν έτοιμος να επιτεθεί, σηκώθηκε και συνέχισε να κτυπά ξανά τη πόρτα με τις γροθιές του. Έμενε μόνος του, όμως είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πως κάτι δε πήγαινε καθόλου καλά. Ίσως να μη βρισκόταν καν στο σπίτι του. Αφού πέρασαν δέκα λεπτά εγκατέλειψε την προσπάθεια. Η πόρτα παρέμενε κλειδωμένη και κανένας δεν είχε έρθει για να τον απελευθερώσει.

Επέστρεψε στη πολυθρόνα του. Βυθίστηκε σ' αυτήν. Με την καρδιά του να πάλλεται αδιάκοπα παρατήρησε προσεκτικά το δωμάτιο γύρω του. Ταυτόχρονα σκέφτηκε πως πρέπει να ηρεμήσει λίγο, μήπως και του έρθει καμιά ιδέα για το τι μπορεί να συμβαίνει. Ήταν όντως στο δωμάτιό του. Εκεί στεκόταν η βιβλιοθήκη με τα πολύτιμα βιβλία του. Δίπλα του ήταν το γραφείο του. Παραδίπλα ένα μικρό έπιπλο που μέσα του έκρυβε τα αγαπημένα του cd. Το cd player, ο καλόγερος που κρεμούσε τα πανωφόρια του, ένας καθρέφτης και διάφορα άλλα μικροαντικείμενα. Ο χώρος ήταν απίστευτα καθαρός και τακτοποιημένος, κάτι που του φάνηκε περίεργο, μιας και ο ίδιος ήταν πάντοτε της ακαταστασίας. Τότε είδε κάτι καινούριο. Στον αριστερό τοίχο ήταν κρεμασμένος ένας πίνακας. Η δική του προσωπογραφία, που δεν είχε ξαναδεί.

Έκλεισε τα μάτια του. Αναρωτιόταν μέσα του μήπως όλα αυτά ήταν ένα όνειρο, ένας εφιάλτης. Μόνο έτσι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτό που βίωνε. Το μέρος στο οποίο λάτρευε να απομονώνεται και που ήταν πάντα ένας τόπος έμπνευσης, είχε γίνει η φυλακή του. Ήταν ένα κλουβί από το οποίο δε μπορούσε να βγει. Δεν ήξερε πως να το χειριστεί όλο αυτό. Άρχισε να πνίγεται, καθώς ένιωσε τον αέρα να λιγοστεύει. Ξεκούμπωσε το πρώτο κουμπί από το λευκό πουκάμισο που φορούσε και είπε μέσα του...

"Βαθιές ανάσες Alexander. Θα τη βρεις τη λύση."

Αυτό ήταν το όνομα του νέου άντρα, λίγο πάνω από τα 35, που δεν ήξερε αν ζούσε σε όνειρο ή στην πραγματικότητα. Ξεκίνησε αργές, βαθιές αναπνοές και σύντομα τα κατάφερε. Ηρέμησε! Εστίασε το βλέμμα του στα παράθυρα. Ήταν σαν έξω από αυτά να υπήρχε το απόλυτο κενό. Ξαφνικά, στο αριστερό από αυτά πρόσεξε κάτι διαφορετικό. Σηκώθηκε στο λεπτό και πλησίασε. Κοίταξε ακόμη πιο προσεκτικά στην δεξιά γωνία του, μέσα στο σκοτάδι. Ήταν σα κάποιος να είχε καρφιτσώσει μια μικρή φωτογραφία. Ήταν μια μακρινή εικόνα, με ακανόνιστα και θολά όρια, που έμενε ακίνητη όση ώρα δε καταλάβαινε τι έδειχνε. Ήταν ξεκάθαρο το τι αποτελούσε αυτή η εικόνα αλλά ο ίδιος δεν ήθελε να το δει. Τη στιγμή που το αποδέχτηκε η εικόνα μετακινήθηκε αστραπιαία προς το μέρος του, γεμίζοντας τα παράθυρα απ' άκρη σ' άκρη και μετατρέποντάς τα σε κάτι σαν πύλες, μέσα από τις οποίες μπορούσε να βλέπει το τι διαδραματίζεται σε έναν άλλο χώρο.

Έμεινε αρκετή ώρα και χάζευε σχολαστικά αυτό που έβλεπε εμπρός του, πότε από το ένα παράθυρο, πότε από το άλλο. Ήταν το δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Στο κέντρο του υπήρχε ένα κρεβάτι και πάνω του ένας ασθενής με αμέτρητα σωληνάκια να ξεκινούν από αυτόν και πολλά μηχανήματα να τον περιβάλλουν. Δίπλα σε ένα τραπέζι είδε ένα βάζο με φρέσκες, ολόλευκες μαργαρίτες. Το βλέμμα του έπεσε αμέσως στη καρτέλα που ήταν κρεμασμένη στο κρεβάτι. Με βουρκωμένα μάτια διάβασε αργά...

"Alexander Lightheart"

Ένιωσε μια ξαφνική, ακόμη πιο έντονη ζαλάδα και την ώρα που έβαζε το δεξί του χέρι στον τοίχο για να στηριχτεί, δεκάδες εικόνες πλημμύρισαν το μυαλό του. Οι εικόνες έδειχναν τον ίδιο στη θέση του οδηγού ενός μικρού αυτοκινήτου, με ακουστικό στο αυτί, να στέλνει φιλιά στο άτομο με το οποίο συνομιλούσε, την ώρα που ένα λεωφορείο ερχόταν κατά πάνω του με ανεπτυγμένη ταχύτητα. Οι εικόνες έπαιρναν βίαια η μία τη θέση της άλλης. Καπνός, αίμα, τσαλακωμένες λαμαρίνες. Παραπατώντας έφτασε στη πολυθρόνα, αλλά δε κάθισε σχεδόν καθόλου. Κατευθύνθηκε προς τον καθρέφτη και κοιτάχτηκε μέσα σ' αυτόν. Τα ξανθά του μαλλιά ήταν λουσμένα στο αίμα. Το γεμάτο γωνίες πρόσωπό του είχε αμέτρητα βαθιά κοψίματα. Το αριστερό του μάτι ήταν κατακόκκινο. Στον λαιμό του μισοφαίνονταν μώλωπες. Ξεκούμπωσε το πουκάμισο και διαπίστωσε πως όλο του το σώμα είχε κακώσεις. Έκλεισε τα μάτια του σφικτά και όταν τα άνοιξε όλα είχαν εξαφανιστεί, η όψη του είχε γίνει και πάλι φυσιολογική. Έμεινε για λίγη ώρα εκεί και όλα ξεκαθάρισαν. Επιτέλους οι αναμνήσεις του επέστρεφαν.

Είχε τρακάρει με το αυτοκίνητό του την ώρα που πήγαινε να συναντήσει την αγαπημένη του Annie. Και όπως όλα έδειχναν, τραυματίστηκε πολύ άσχημα. Δε βρισκόταν στο δωμάτιό του και τα ανοίγματα στον τοίχο ήταν απλώς παράθυρα προς την πραγματικότητα. Το μυαλό του, μιας και μέσα σ' αυτό ήταν κλεισμένος, είχε πλάσει για περιβάλλον ότι πιο οικείο γινόταν. Ίσως για να νιώσει πιο άνετα, ίσως για να μη τρομάξει από την αποκάλυψη της αλήθειας. Το σώμα του βρισκόταν σε κάποια μονάδα εντατικής θεραπείας, σε κώμα. Δεν είχε καμία απολύτως επικοινωνία.

Πήγε πάλι στα παράθυρα. Παρατηρητής του ίδιου του του εαυτού. Τα μάτια του έψαξαν το σώμα του. Ήταν σκεπασμένος με μια λευκή κουβέρτα, χωρίς πλέον να φαίνονται ιδιαίτερα οι τραυματισμοί στο πρόσωπό του και εμφανώς αδυνατισμένος. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μια κοπέλα μπήκε. Η καρδιά του άρχισε να κτυπά δυνατά και γρήγορα. Ήταν η λατρεμένη του Annie. Την αναγνώρισε αμέσως αν και είχε κάτι το διαφορετικό πάνω της. Τα μαλλιά της ήταν πιο ανοιχτόχρωμα και γενικά έδειχνε αλλαγμένη, ταλαιπωρημένη. Ένα τεράστιο χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του, αλλά αυτό χάθηκε όταν συνειδητοποίησε το πόσο του έλειπε και κυρίως όταν σκέφτηκε το τι μαρτύριο πρέπει να αποτελούσε όλη αυτή η κατάσταση για την ίδια. Η Annie είχε πια κάτσει σε μια καρέκλα δίπλα στο σώμα του και του κρατούσε το χέρι. Συχνά έσκυβε, του ψιθύριζε κάτι. Τότε το βλέμμα του έπεσε πάνω σε ένα επιτραπέζιο ημερολόγιο που ήταν τοποθετημένο δίπλα στο βάζο με τα λουλούδια.

...11 Μαΐου 2017...

Χλόμιασε, κόντεψε να σωριαστεί στο πάτωμα. Είχαν περάσει τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Είχε την εντύπωση πως ο χρόνος δεν είχε κυλήσει τόσο γρήγορα. Πως ήταν ακόμη στο 2013, κοντά στη στιγμή του ατυχήματος. Έσκυψε το κεφάλι του για λίγο. Όταν κοίταξε μέσα από το παράθυρο η Annie είχε πια φύγει. Έμεινε όρθιος, εκεί μπροστά στα παράθυρα για ώρες ατέλειωτες, με το βλέμμα χαμένο στο άπειρο και με το μυαλό του να αδυνατεί να τα δεχτεί όλα αυτά.

Ο καιρός άρχισε να περνά με γρήγορο ρυθμό. Οι μέρες έγιναν εβδομάδες και σε λίγο μήνες...και ο Alexander ήταν εκεί, ακινητοποιημένος σ' αυτή τη περίεργη, αιώνια φυλακή του...στο μυαλό του. Κάποιες φορές τα παράθυρα έδειχναν το δωμάτιο στο νοσοκομείο, κάποιες άλλες όμως έδειχναν μόνο το μαύρο κενό. Και ο ίδιος απλά παρατηρούσε. Δε μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Δεν έλειψαν οι φορές που δεν άντεχε, που λύγιζε, που κτυπούσε τη πόρτα παρά το γεγονός ότι ήξερε πως κανένας δε πρόκειται να έρθει. Είχε συμβιβαστεί με την ιδέα ότι έστω κι έτσι είναι ζωντανός κι ας ήταν αυταπάτη. Όμως σταδιακά άρχισε να νιώθει δυσφορία για τη κατάστασή του. Πίστευε πως αργά ή γρήγορα θα ξυπνούσε και το ξύπνημα, που περίμενε πως και πως, αργούσε πολύ. Η απογοήτευσή του γινόταν μεγαλύτερη από αυτά που έβλεπε και άκουγε. Η Annie παραμελούσε όλο και περισσότερο τον εαυτό της, ενώ η προσκόλλησή της στον Alexander την κρατούσε δέσμια και την είχε ρίξει σε μια μορφή κατάθλιψης. Από νωρίς πληροφορήθηκε πως ο πατέρας του λίγους μήνες μετά το ατύχημά του έπαθε έμφραγμα και πέθανε. Δεν άντεξε τον πόνο. Ο Alexander ήταν άλλωστε το μοναχοπαίδι του. Οι γιατροί, όποτε έμπαιναν στο θάλαμο και ήταν μόνοι τους, αδιαφορώντας για το αν ο ίδιος τους άκουγε ή όχι, έλεγαν συνεχώς πως έχει γίνει βάρος στους δικούς του και ότι μόνο τα μηχανήματα τον κρατάνε σ' αυτή τη κατάσταση.

Ο χρόνος προχώρησε κι άλλο. Τίποτε δεν άλλαξε όμως. Το ξύπνημα δεν ήρθε ποτέ και ο Alexander άρχισε να μην ελπίζει σ' αυτό. Δε σηκωνόταν πια από τη πολυθρόνα του. Το να βλέπει τη μητέρα του και την αγαπημένη του ανήμπορες να προχωρήσουν στη ζωή τους, μόνο θλίψη του προκαλούσε. Η μητέρα του φαινόταν πως δεν θα ήταν πότε διατεθειμένη να "τραβήξει τη πρίζα", να δώσει ένα τέλος σ' αυτό το τραγικό παιχνίδι της μοίρας.

Είχε αρχίσει να θεωρεί τον εαυτό του παγιδευμένο ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Η παρατεταμένη παραμονή σ' αυτό το κελί με τη γνώριμη εμφάνιση τον γέμιζε με οργή. Έψαχνε να βρει τρόπο διαφυγής από αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Ήθελε να μπορέσει να δώσει στους αγαπημένους του μια ανάσα, μια ευκαιρία να προχωρήσουν και το να μένει εκεί δε βοηθούσε καθόλου σ' αυτό. Τότε θυμήθηκε κάτι που ίσως να τα άλλαζε όλα!

Ξεκόλλησε επιτέλους από τη πολυθρόνα και γονάτισε ακριβώς μπροστά στο γραφείο του. Πίεσε ένα από τα ξύλινα κομμάτια του δαπέδου και τότε αυτό κάνοντας έναν χαρακτηριστικό ήχο πετάχτηκε λίγο προς τα πάνω. Το άνοιξε τελείως και έβαλε το χέρι του μέσα στη μικρή κρύπτη που εμφανίστηκε. Όταν το έβγαλε, κρατούσε ένα περίστροφο. Γνώριζε πως ήταν γεμάτο. Χωρίς καθυστέρηση στάθηκε κοντά στην πόρτα του δωματίου και πυροβόλησε τρεις φορές στο σημείο της κλειδαριάς. Τη διέλυσε και η πόρτα μισάνοιξε. Πώς δε θυμήθηκε πιο νωρίς το κρυμμένο όπλο;...σκέφτηκε και αναστέναξε με ανακούφιση. Το αίσθημα όμως αυτό εξαφανίστηκε στο δευτερόλεπτο αφού ανοίγοντας διάπλατα τη πόρτα προσπάθησε να τη διαβεί, δυστυχώς χωρίς επιτυχία. Δε μπορούσε να περάσει, όπως ακριβώς και με τα παράθυρα. Πέταξε το όπλο εκνευρισμένος. Και τότε γεννήθηκε μια νέα ιδέα διαφυγής. Μια λύση ίσως καλύτερη και ιδανικότερη για όλους.

Στάθηκε μπροστά στα παράθυρα, αφού προηγουμένως μάζεψε από το πάτωμα το περίστροφο. Έριξε μια τελευταία ματιά στο βυθισμένο σε έναν ατελείωτο ύπνο σώμα του και ανοίγοντας το στόμα του τοποθέτησε τη κάνη του όπλου ανάμεσα στα δόντια του. Κλείνοντας τα μάτια του πάτησε χωρίς δισταγμό τη σκανδάλη και έπεσε στο πάτωμα ενώ γύρω του το αίμα απλώθηκε άφθονο. Ένα μικρό δάκρυ ωστόσο πρόλαβε να τρέξει. Ένα δάκρυ χαράς, λύτρωσης και όχι λύπης. Πίστευε πως αυτή η τελευταία του ιδέα θα απελευθέρωνε τον ίδιο και τους αγαπημένους του από το μαρτύριο της απέλπιδης αναμονής. Δεν έπεσε έξω. Όλα μαύρισαν αρχικά. Στο θάλαμο της εντατικής τα μηχανήματα άρχισαν να εκπέμπουν ανησυχητικούς ήχους. Έπαθε ανακοπή. Γιατροί και νοσοκόμες έτρεξαν. Του έκαναν ανάνηψη, αλλά δεν επανήλθε.

Το δωμάτιο είχε εξαφανιστεί. Ένα λευκό φως σκέπασε τα πάντα διαλύοντας το σκοτάδι. Και ο Alexander χάθηκε μέσα σ' αυτό, με μια απίστευτη γαλήνη μέσα του και με μια ενθουσιώδη προσμονή για το οτιδήποτε υπήρχε παραπέρα...


* Το παραπάνω διήγημα δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο www.diavasame.gr, καθώς βγήκε 12ο στο διαγωνισμό διηγήματος με θέμα τους "κλειστούς χώρους", που διεξήγαγε το συγκεκριμένο site και οι εκδόσεις Ars Nocturna. Το "Αδιέξοδο" είναι αφιερωμένο στη μνήμη της μητέρας μου, που έφυγε στις 20 Μαΐου του 2013 μετά από κώμα τριών εβδομάδων...Την ιδέα για το κώμα και το δωμάτιο/μυαλό/φυλακή την είχα πολύ πριν γίνει το οτιδήποτε...

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Στέλλα

Άνοιξε τα μάτια της. Μικρές αχτίδες φωτός έπεφταν επάνω τους και αμέσως κατάλαβε πως είχε ξημερώσει. Σηκώθηκε από το μονό της κρεβάτι και πήγε στην κουζίνα. Ετοίμασε τον καφέ της, πάντα μέτριο ελληνικό και κρατώντας το φλιτζάνι στα χέρια της τράβηξε στην άκρη τη λευκή, γεμάτη δαντέλα κουρτίνα. Αμέσως μπροστά της έκανε την εμφάνισή της η Καβάλα που ξυπνούσε μαζί της. Το βλέμμα της χάθηκε στο κάστρο της Παναγίας, στο λιμάνι, στις καμάρες, στον Άγιο Σύλλα. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής της, η Στέλλα, που λίγους μήνες πριν είχε κλείσει τα 65, τα είχε αφιερώσει σχεδόν αποκλειστικά στο μεγάλωμα του εγγονού της και δεν έβγαινε πια συχνά από το διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου. Το να κοιτάζει αυτή την υπέροχη θέα συχνά κατά τη διάρκεια της ημέρας, τη γέμιζε, τη ταξίδευε, θα έλεγε κανείς πως ήταν γι' αυτήν μικρές στιγμές ηδονής και ευχαρίστησης. Σύντομα άκουσε θόρυβο και σκέφτηκε πως ο γιος της είχε ξυπνήσει κι αυτός. Του ετοίμασε πρωινό, του έδωσε ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο και καθώς έφευγε για τη δουλειά, του υποσχέθηκε πως θα περάσει αργότερα από το μαγαζί, να δει τι κάνουνε, αυτός και η κόρη της. Πρόσφατα πολλές αλλαγές είχαν γίνει στη ζωή τους και μια από αυτές, ίσως η πιο ουσιαστική, ήταν η ανακαίνιση του μικρού οικογενειακού μαγαζιού, κάτι που έγινε με πολύ κόπο αλλά και άγχος.

Ήταν Μεγάλη Δευτέρα, η θερμοκρασία βρισκόταν σε ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα για τέλη Απριλίου και λογικά ο κόσμος θα έπρεπε να κάνει την εμφάνισή του μαζικά στους εμπορικούς δρόμους της πόλης. Αυτό τη παρακίνησε να μη μείνει μέσα και να τηρήσει την υπόσχεσή της. Το ρολόι στο ράφι του μαγαζιού έδειχνε 12 όταν ξεπρόβαλε στη πόρτα πιο όμορφη από ποτέ, με τα μοντέρνα της γυαλιά φορεμένα στο χαμογελαστό της πρόσωπο, με τα περιποιημένα και φρεσκοβαμμένα της στο χρώμα του κεχριμπαριού μαλλιά της, με το κατακόκκινο πανωφόρι της ριγμένο στους ώμους της και με ένα βλέμμα όλο προσμονή.

Οι μέρες κύλησαν με πρωτόγνωρη δουλειά για τη μικρή επιχείρηση. Η Μεγάλη Εβδομάδα πέρασε και η ανακούφιση ήταν έκδηλη σε όλους στην οικογένεια, αφού ο κόπος τους, το ρίσκο τους να μπούνε σε έξοδα σε μια τόσο δύσκολη οικονομικά περίοδο έδειχνε να ανταμείβεται. Το καλοκαίρι έφτασε και η Στέλλα το πέρασε κυρίως αγκαλιά με τον μικρό εγγονό της. Σπάνια του χαλούσε χατίρι. Ήταν ο θησαυρός της, τον έβλεπε και τα ξεχνούσε όλα. Είχε κουραστεί τόσο πολύ στη ζωή της. Χήρα με δύο παιδιά στα 39 της και δε το έβαλε κάτω, ούτε τότε, ούτε και τώρα που είχε ένα νέο μωρό να μεγαλώσει, έστω με τη σχετική βοήθεια της εργαζόμενης μητέρας του. Οι μήνες προχώρησαν και έφεραν πολλά, μικρά και μεγάλα. Η Στέλλα ήταν εκεί για όλους, σαν ένας αόρατος συνδετικός κρίκος που τους κρατούσε ενωμένους στα δύσκολα και στα εύκολα, αλλά και στα πιο απλά. Συγκινήθηκε όταν είδε πως ο εγγονός της άνοιξε την καλοκαιρινή γιορτή του παιδικού σταθμού, ως αφηγητής και μάλιστα ντυμένος ναύτης. Γέλασε πονηρά και γεμάτη ικανοποίηση όταν ο μικρός την επέλεξε απ' όλους τους άλλους για να τον πάει για πρώτη φορά στο νηπιαγωγείο την ημέρα του αγιασμού. Στα γενέθλιά του ήταν η πρώτη που έτρεξε να τον φιλήσει και να τον αγκαλιάσει μόλις έσβησε τα πέντε κεράκια της τούρτας του και στη πρώτη κινηματογραφική του έξοδο ένιωσε απίστευτα υπερήφανη με το πόσο ήσυχα ο γλυκός της κάθισε στη σκοτεινή αίθουσα. Η Στέλλα ακόμη και όταν δε το έδειχνε ευθέως, πάντα με τη στάση της εκδήλωνε την υποστήριξή της, το σεβασμό της απέναντι στις επιλογές και επιθυμίες των παιδιών της. Έτσι, ήταν η πρώτη που είπε το ναι στη λαχτάρα του γιου της να κάνει ένα ταξίδι για πρώτη φορά στο εξωτερικό και να λείψει από τη δουλειά. Άλλωστε η Ρώμη ήταν και δικό της, ξεχασμένο πια, όνειρο. Γέλασε όταν τον άκουσε να περιγράφει με τρόμο την ανάβασή του στον τρούλο του Αγίου Πέτρου και εντυπωσιάστηκε βλέποντας τις φωτογραφίες που είχε βγάλει από εκεί ψηλά και που είχαν αποτυπώσει όλη τη μαγευτική θέα της ιταλικής πρωτεύουσας...

Κόντευε να ξημερώσει η τελευταία μέρα του Σεπτέμβρη, όταν άνοιξε απότομα τα μάτια του. Ο εκκωφαντικός θόρυβος ενός κεραυνού που τράβηξε το αλεξικέραυνο του γειτονικού σχολείου τον κατατρόμαξε. Έξω έβρεχε καταρρακτωδώς και το σκοτάδι διέλυαν οι απανωτές αστραπές. Πετάχτηκε από το κρεβάτι και φώναξε τη μητέρα του να σηκωθεί ώστε να κατεβάσουν τα στόρια για ασφάλεια. Καθώς έλεγε τις λέξεις ανατρίχιασε και σταμάτησε απότομα, κλείνοντας το στόμα του με τα χέρια του. Έτρεξε στο δωμάτιό της. Το κρεβάτι της ήταν άδειο και τακτοποιημένο. Ήταν έτσι από εκείνη τη Μεγάλη Δευτέρα, από τη στιγμή που βρέθηκε πεσμένη ανάσκελα και αναίσθητη στη μαρμάρινη σκάλα της οικοδομής. Κατέβασε όλα τα στόρια εκτός από αυτό της κουζίνας. Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο με το βλέμμα χαμένο στο άπειρο. Δε πρόσεχε ούτε τη βροχή ούτε τις βροντές και τις αμέτρητες ουράνιες λάμψεις. Το μυαλό του επέστρεψε σ' αυτά που μόλις είχε ονειρευτεί και στο πόσο θα ήθελε να ήταν πραγματικά και όχι αποκύημα της φαντασίας του. Όμως η Στέλλα είχε φύγει από καιρό, στα ξαφνικά και χωρίς αντίο. Δε πρόλαβε να χειροκροτήσει τον εγγονό της στη γιορτή του παιδικού σταθμού, να τον συνοδέψει στη πρώτη του ταινία, να γευτεί μαζί του τη γενέθλια τούρτα του, ούτε να τον πάει για πρώτη φορά στο σχολείο. Δε μοιράστηκε τον ενθουσιασμό του γιου της για τη Ρώμη και δεν ένιωσε το άγχος και την αγωνία της κόρης της για το νέο μαγαζί. Αυτό ήταν που πλήγωνε τον γιο της περισσότερο απ' όλα. Πως από δω και μπρος, ότι όνειρο και να έκανε, ότι στόχο και να έβαζε, δε θα μπορούσε να τη συμπεριλάβει.

Εκείνη τη μέρα δε πήγε στη δουλειά. Περίμενε να σταματήσει λίγο η βροχή και με ένα ταξί πήγε στα νεκροταφεία της Καβάλας. Περπάτησε μέχρι τον ολόλευκο τάφο, άφησε πάνω του ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και τα μάτια του καρφώθηκαν στην ασπρόμαυρη φωτογραφία που ήταν κολλημένη στο μάρμαρο. Ήταν οι γονείς του, που μπορεί να μη πρόλαβαν να γίνουν γέροι, αλλά ήταν και πάλι μαζί...Αυτή η σκέψη ήταν εδώ και μήνες η μοναδική του παρηγοριά...

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Στο Μονοπάτι Της Οργής

Έβαλε το κλειδί στη κλειδαριά της εξώπορτας του διαμερίσματός του και αφού το γύρισε δύο φορές έσπρωξε τη πόρτα προς τα μέσα. Αναστέναξε με ανακούφιση καθώς προχώρησε προς το εσωτερικό του σπιτιού του. Μια δύσκολη, κουραστική και γεμάτη άγχος μέρα μόλις είχε τελειώσει και επιτέλους είχε έρθει η ώρα της χαλάρωσης. Άφησε τα κλειδιά του πάνω σε μια συρταριέρα, έκλεισε τη πόρτα πίσω του, άνοιξε το φως, ακούμπησε τη γεμάτη έγγραφα τσάντα του σε μια δερμάτινη πολυθρόνα που υπήρχε εκεί δίπλα και τότε πρόσεξε πως το παράθυρο στην άκρη του δωματίου ήταν μισάνοιχτο. Με γρήγορα βήματα πήγε προς τα εκεί. Η ανησυχία αμέσως ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Ήταν σίγουρος πως το παράθυρο το είχε κλείσει. Λίγο πριν φτάσει σε αυτό τα φώτα έσβησαν. Έντρομος πήγε να γυρίσει προς τα πίσω, να δει ποιος είναι, όμως δε πρόλαβε. Δύο χέρια του πέρασαν γύρω από τον λαιμό του ένα σχοινί, μια θηλιά που τυλίχθηκε αμέσως ασφυκτικά, καθιστώντας τον ανίκανο να φωνάξει για βοήθεια, να πει το οτιδήποτε. Και τότε τα χέρια τράβηξαν απότομα το χοντρό σχοινί, συνεπώς και τον ίδιο, προς τα πίσω. Το σχοινί όμως δε κατέληγε απευθείας στα χέρια του δράστη. Έφτανε σ' αυτά αφού πρώτα περνούσε πάνω από ένα ξύλινο δοκάρι που διέτρεχε κάθετα το ταβάνι. Ο άγνωστος μάζευε γρήγορα το σχοινί προς το μέρος του με όλη του τη δύναμη και δε σταμάτησε μέχρι που το σώμα του άτυχου άντρα σηκώθηκε στον αέρα. Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια τον κράτησε εκεί, κρεμασμένο στο ημίφως, με τα χέρια του να προσπαθούν απέλπιδα να τον απελευθερώσουν, με τα πόδια του να τινάζονται προς όλες τις κατευθύνσεις και με τα βουρκωμένα κατακόκκινα μάτια του να κοιτάζουν έντρομα προς το σκοτάδι. Περίμενε υπομονετικά έως ότου ήταν βέβαιος πως είχε πια πεθάνει και μετά τον άφησε να σωριαστεί στο πάτωμα. Στάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα από πάνω του, με βλέμμα ψυχρό, καθάρισε με ένα πανί ότι είχε αγγίξει και εγκατέλειψε το διαμέρισμα από το ακόμη ανοιχτό παράθυρο, απ' όπου δηλαδή είχε εισβάλει εξαρχής.

Το επόμενο πρωινό, λίγο μετά τις δέκα, ο Κέιλεμπ, του τμήματος ανθρωποκτονιών της Νέας Υόρκης, έβγαινε από το αυτοκίνητό του και κατευθυνόταν προς τη πολυώροφη οικοδομή επί της οδού Μπάροουζ. Η γυναίκα που πήγε να καθαρίσει το διαμέρισμα του έκτου ορόφου βρήκε το πτώμα του δικαστή Τζορτζ Άλλιστερ πεσμένο στο πάτωμα του σαλονιού, με μια θηλιά στο λαιμό του και αμέσως κάλεσε την αστυνομία. Ο Άλλιστερ ήταν φημισμένος δικαστής και η σχέση του με κύκλους οργανωμένου εγκλήματος ήταν γνωστή στην αστυνομία, ωστόσο τους έλειπαν οι αποδείξεις. Ο Κέιλεμπ ανέβηκε στο διαμέρισμα. Κοίταξε τη σορό του δικαστή, παρατήρησε και τον χώρο γύρο του. Ήξερε από την αρχή πως αυτοκτονία δεν ήταν σε καμία περίπτωση. Ήταν επίσης φανερό πως πάλη δεν έγινε. Όλα ήταν στη θέση τους. Κάποιος απλά τον περίμενε τη προηγούμενη νύχτα να επιστρέψει και τον εκτέλεσε με αυτόν τον τρόπο. Και η σιγουριά του πως αυτό ήταν δολοφονία πήγαζε από το γεγονός ότι ο Άλλιστερ δεν ήταν ο πρώτος. Το τελευταίο μήνα κάποιος έβγαζε από τη μέση άτομα που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνδέονταν με τη μαφία. Ο δικαστής ήταν το έβδομο θύμα σε μια λίστα που περιελάμβανε μεταξύ άλλων έναν έμπορο ναρκωτικών, έναν γιατρό και έναν επαγγελματία δολοφόνο. Όλοι δολοφονήθηκαν με τον ίδιο τρόπο, όλοι βρέθηκαν με μια θηλιά στο λαιμό. Μέχρι στιγμής δε μπορούσαν να βρούνε το παραμικρό που θα τους οδηγούσε σε κάποιον ύποπτο. Αυτό όμως θα άλλαζε εκείνη τη μέρα. Λίγο πριν φύγει από το γεμάτο αστυνομικούς διαμέρισμα τον πλησίασε μια συνεργάτης και με ένα τεράστιο χαμόγελο του είπε πως στο παράθυρο, σε μια άκρη του τζαμιού, βρέθηκε ένα αποτύπωμα. Το πρόσωπο του Κέιλεμπ φωτίστηκε και φώναξε...

"Επιτέλους!"...και συμπλήρωσε σχεδόν αμέσως...

"Θέλω να είμαι ο πρώτος που θα δώσεις αναφορά αν βρεις κάτι, αν γίνει ταυτοποίηση του αποτυπώματος. Πρέπει να δοθεί ένα τέλος σε όλο αυτό, άσχετα με το ποιοι είναι τα θύματα."

Κόντευε μεσημέρι και ο Κέιλεμπ περίμενε με ανυπομονησία κάποιο νέο από τη σήμανση. Το τηλέφωνο στο γραφείο του κτύπησε τελικά και σήκωσε το ακουστικό χωρίς καθυστέρηση...

"Λοιπόν βρήκατε κάτι;"

Μια γυναικεία φωνή αμέσως του απάντησε...

"Έγινε ταυτοποίηση ναι, πρέπει όμως να έρθεις από δω."

Έβαλε το ακουστικό στη θέση του και κατέβηκε στον κάτω όροφο, στο τμήμα της σήμανσης. Η Λίλη ήταν όρθια δίπλα στον υπολογιστή και μόλις τον είδε του είπε διστακτικά.

"Το πρόγραμμα έβγαλε αποτέλεσμα, ένα και μάλιστα πολύ συγκεκριμένο, αλλά μάλλον έχει γίνει κάποιο λάθος. Δε μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς."

Γύρισε την οθόνη προς το μέρος του και του έδειξε τη φωτογραφία του υπόπτου, του ατόμου στο οποίο ανήκε το αποτύπωμα. Ο Κέιλεμπ ψέλλισε..."Δεν είναι δυνατόν!"...και χωρίς να πει κάτι άλλο, χωρίς να τη χαιρετήσει, ούτε καν με κάποιο νόημα, έσκυψε το κεφάλι, πήρε τα πράγματά του από το γραφείο του και έφυγε από το αστυνομικό τμήμα χαμένος στις σκέψεις του.

Μπήκε στο αυτοκίνητό του και άρχισε να οδηγεί. Ο προορισμός του, ένας και μοναδικός, δεν ήταν πολύ μακριά. Ήθελε να πάει κάπου, χωρίς όμως να ξέρει ακριβώς το γιατί, χωρίς να έχει να περιμένει κάτι, πώς θα μπορούσε άλλωστε! Έπρεπε όμως να πάει, οπωσδήποτε μετά από αυτό που είδε στην οθόνη του υπολογιστή. Μετά από περίπου 30 λεπτά έφτασε στην οδό Ντέσμοντ. Πάρκαρε βιαστικά και πρόχειρα και μπήκε σε μια παλιά πολυκατοικία με τον αριθμό 19. Έδειξε στον θυρωρό το σήμα του και του είπε πως θέλει να δει ξανά το διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου. Ο θυρωρός του έδωσε το κλειδί και ο Κέιλεμπ άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες.

Ένα λεπτό μετά στεκόταν μπροστά στην εξώπορτα του διαμερίσματος με τον αριθμό 11 καρφωμένο επάνω της. Ξεκόλλησε την κίτρινη ταινία που απαγόρευε την είσοδο στο διαμέρισμα, ξεκλείδωσε, μπήκε μέσα και έκλεισε τη πόρτα πίσω του. Το διαμέρισμα δε το γνώριζε μόνο από το περιστατικό που συνέβη εκεί. Ναι ήταν ο αστυνομικός που ήρθε και ασχολήθηκε με την υπόθεση. Το σπίτι όμως αυτό το ήξερε καλά. Εκεί μέσα περνούσε αρκετές ώρες ξεκούρασης και ξεγνοιασιάς για πολλά χρόνια. Μέχρι και πριν από δύο μήνες, όταν ξαφνικά έγινε κάτι που άλλαξε τα πάντα. Πήγε δίπλα σε μια βιβλιοθήκη, άπλωσε το χέρι του και έπιασε μια κορνίζα που περιείχε μια οικογενειακή φωτογραφία, όπου έδειχνε δύο μικρά κατάξανθα κορίτσια, τη μητέρα και τον πατέρα τους. Ο τελευταίος ήταν αυτός στον όποιον, σύμφωνα με το αρχείο της αστυνομίας, ανήκε το αποτύπωμα που βρέθηκε στο τζάμι λίγες ώρες πριν. Ήταν όμως και κάτι πολύ περισσότερο για τον Κέιλεμπ. Ήταν ο Χένρι, ο αδελφικός του φίλος.

Άφησε τη κορνίζα στη θέση της, κάθισε σε μια πολυθρόνα, σ' αυτή που συνήθιζε να κάθεται πάντα κατά τη παραμονή του εκεί και έκλεισε τα μάτια του. Τα κράτησε κλειστά για μερικά δευτερόλεπτα και όταν τα άνοιξε είδε σκιές του παρελθόντος να ζωντανεύουν μπροστά του.

Είδε τον εαυτό του να μπαίνει στο δωμάτιο και να αντικρίζει τον φίλο του να κρέμεται από το ταβάνι, νεκρός από ασφυξία, με τη θηλιά περασμένη γύρω από το λαιμό του. Και ύστερα τον είδε να ανεβαίνει σε μια σκάλα για να τον κατεβάσει από εκεί πάνω. Δεν ήθελε να αφήσει κανέναν άλλον να το κάνει αυτό. Ήταν Δευτέρα μεσημέρι, πριν από περίπου δύο μήνες, όταν η γυναίκα του, η Τέιλορ, τον βρήκε σε αυτή τη κατάσταση γυρνώντας στο σπίτι από τη δουλειά της. Η οικογένειά του εγκατέλειψε το σπίτι σχεδόν την επόμενη μέρα. Η γυναίκα του πήρε τις κόρες τους και πήγε στη μητέρα της. Όλοι το θεώρησαν αυτοκτονία. Όλοι, εκτός από τον Κέιλεμπ. Ο Χένρι δεν είχε λόγο για να αφαιρέσει τη ζωή του κι ας έδειχναν όλα προς αυτή τη κατεύθυνση. Ήταν υπέρ ευχαριστημένος με την υπέροχη οικογένεια που είχε δημιουργήσει και στην εργασία του, στην εφημερίδα όπου δούλευε τα τελευταία τέσσερα χρόνια, είχε συνεχώς ανοδική πορεία. Ύστερα ξεκίνησαν οι δολοφονίες, με τελευταία αυτή του δικαστή, για να του ενισχύσει αυτή τη πεποίθηση αλλά και να τον προβληματίσει, μιας και ήταν απόλυτα σίγουρος πως ο Χένρι δεν είχε καμία σχέση με άτομα του υποκόσμου. Και εκείνο το πρωινό έκανε εμφάνιση το αποτύπωμά του σε έναν χώρο που δε θα έπρεπε, κάτι που τον μπέρδεψε ακόμη περισσότερο.

Σηκώθηκε από τη πολυθρόνα. Το μυαλό του δε μπορούσε να τα επεξεργαστεί όλα αυτά. Δε μπορούσε να τα συνδυάσει με κάποιον λογικό τουλάχιστον τρόπο. Προχώρησε προς την έξοδο όταν ξαφνικά τα φώτα άναψαν. Τρεμόπαιξαν για μια στιγμή και την ώρα που έσβησαν ένα κρύο ρεύμα αέρα τον διαπέρασε. Τότε ένα χέρι έπιασε τον αριστερό του ώμο. Ο Κέιλεμπ χλόμιασε μονομιάς και τραβώντας το όπλο του από τη θήκη που φορούσε στη μέση του γύρισε απότομα προς τα πίσω, σημαδεύοντας αυτόν που υπήρχε εκεί.

"Μείνε ακίνητος και σήκωσε τα χέρια σου ψηλά, αλλιώς θα πυροβολήσω χωρίς δισταγμό."

"Δεν έπρεπε να έρθεις εδώ!"...ακούστηκε μια ανδρική φωνή να λέει.

"Χένρι;"...είπε ο Κέιλεμπ γεμάτος έκπληξη και συνέχισε..."Είσαι εσύ; Πως είναι δυνατόν;"

"Εγώ είμαι, ηρέμησε και πάψε να με σημαδεύεις, δε πρόκειται να σου κάνω κακό, εσένα ποτέ."

"Δε μπορώ να καταλάβω, πως γίνεται να στέκεσαι εδώ μπροστά μου; Πέθανες, ήρθα στη κηδεία σου...!"...είπε ο Κέιλεμπ καθώς επέστρεφε στη πολυθρόνα. Τα πόδια του δε τον κρατούσαν.

"Τίποτε δεν άλλαξε φίλε μου. Είμαι νεκρός. Εκείνη τη Δευτέρα έμεινα στο σπίτι για να ολοκληρώσω ένα άρθρο, ένα κείμενο στο οποίο θα αποκάλυπτα ονόματα κάποιων συμπολιτών μας που υπόγεια εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της μαφίας. Ήταν έρευνα μηνών για μένα. Με πρόλαβαν όμως. Άκουσα έναν θόρυβο, μπήκα στο δωμάτιο και είδα το παράθυρο ανοιχτό και δύο μαυροντυμένους άντρες να στέκονται μπροστά μου. Δε κατάφερα να αντιδράσω. Τη συνέχεια τη ξέρεις...την είδες από κοντά."

"Τι μου λες τώρα; Τι είσαι;"...φώναξε ο Κέιλεμπ και ο Χένρι απάντησε...

"Δύο μέρες μετά, απλά βρέθηκα εδώ. Χωρίς προειδοποίηση, χωρίς τίποτε. Απλά συνέβη. Αν θες να με πεις φάντασμα, κανε το, εγώ δε χρειάστηκε να μπω στη διαδικασία να το εξηγήσω. Προφανώς ο λόγος που έγινε αυτό ήταν ένας. Εκδίκηση. Και είπα να μη μείνω μόνο στο να αποκαλύψω ονόματα, αλλά να προχωρήσω ένα βήμα παρακάτω."

"Θες να πεις πως εσύ βρίσκεσαι πίσω από όλες αυτές τις δολοφονίες το τελευταίο μήνα;"

"Ναι και δε μπορείς να κάνεις κάτι γι' αυτό. Δεν υπάρχει περίπτωση να με εμποδίσεις. Και να το θες, δε μπορείς. Είμαι ήδη νεκρός άλλωστε."

"Δε ξέρω τι να πω. Τα θύματα είναι σίγουρα ότι χειρότερο γι' αυτή τη πόλη. Είναι άτομα που δε δίνουν καμία αξία στην ανθρώπινη ζωή. Πάντα όμως πίστευα στη δικαιοσύνη. Ο τρόπος σου δεν είναι ο σωστός. Αν ο καθένας πάρει το νόμο στα χέρια του τότε θα επικρατήσει το χάος."...πήρε μια βαθιά ανάσα και πρόσθεσε..."Μου έλειψες."....

Άπλωσε το χέρι του και προσπάθησε να το ακουμπήσει στον ώμο του Χένρι, ενώ ένα δάκρυ έτρεξε. Δε τα κατάφερε ωστόσο. Το χέρι του πέρασε μέσα από το σώμα του. Τραβήχτηκε προς τα πίσω.

"Δε μπορείς να το κανείς αυτό. Δεν έχω τη δυνατότητα να αγγίξω το οτιδήποτε, ούτε να νιώσω αυτά που με περιβάλλουν."

"Μα και τότε πως εξουδετερώνεις όλους αυτούς; Φαντάζομαι η φυσική επαφή είναι απαραίτητη."

Ο Χένρι του έλυσε την απορία λέγοντας..."Όλα είναι θέμα οργής. Εκείνη την ώρα έχω υπόσταση, σάρκα και οστά. Υπόσταση που χάνω μόλις επιτευχθεί ο στόχος μου. Έτσι βρήκατε και το αποτύπωμα. Δε πρόλαβα να το εξαφανίσω πριν χαθώ ξανά, πριν επιστρέψω και πάλι στην ανυπαρξία."

Έμειναν εκεί για αρκετή ώρα. Μίλησαν για την οικογένειά του, για το ότι η αυτοκτονία του τους διέλυσε στη κυριολεξία, τους άλλαξε όλη τη ζωή. Ο Χένρι είχε αποφύγει να μπει στο πειρασμό να τους επισκεφθεί. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να τους τρομάξει, να τους αναστατώσει. Προτιμούσε απλά να τους αφήσει να προχωρήσουν μπροστά, να απαγκιστρωθούν από το παρελθόν και τη λύπη που αυτό σήμαινε. Ο Κέιλεμπ από τη πλευρά του, του ανέφερε πως ποτέ δε πίστεψε στο σενάριο της αυτοκτονίας. Απλά δεν είχε στοιχεία στα χέρια του για να υποστηρίξει κάτι άλλο. Αργότερα άρχισε τις ερωτήσεις. Είχε αμέτρητες απορίες, γύρω από το τι υπάρχει μετά τη στιγμή του θανάτου, για το πώς νιώθει ο φίλος του, αν τον βλέπουν όλοι ή μόνο όσοι αυτός επιθυμεί. Ο Χένρι σε κάποιες απαντούσε, στις περισσότερες όμως δε μπορούσε να βρει και να του πει κάτι. Άλλωστε είχε μείνει εκεί κολλημένος. Ίσως για να εκδικηθεί το θάνατό του, ίσως και για κάτι παραπάνω. Αυτό που ήξερε με σιγουριά ήταν πως το μυστικό κρυβόταν στην έκρηξη των συναισθημάτων του. Και τότε ξεκίνησαν τα δύσκολα. Ο Κέιλεμπ δε θεωρούσε σωστό αυτό που ο φίλος του έκανε. Αυτή ήταν η ακλόνητη γνώμη του. Πίστευε στο έργο της αστυνομίας, της δικαιοσύνης. Είχε τη πεποίθηση πως στο ανθρώπινο δυναμικό τους οι σωστοί και ηθικοί υπερτερούσαν ακόμη.

"Ξέρω πως δε μπορώ να σε εμποδίσω, μα σκέψου το καλά. Είσαι εδώ ξανά, ο Θεός, κάποιος τέλος πάντων, σου έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία. Τη δυνατότητα να βοηθήσεις ουσιαστικά και όχι απλώς εκδικητικά. Είσαι πολύ καλύτερος από αυτό. Κάνοντάς τους να πληρώσουν με το ίδιο νόμισμα πέφτεις στο επίπεδό τους, στερείς μόνος σου την ανθρωπιά σου, τις αξίες που είχες όλα αυτά τα χρόνια και δε νομίζω πως είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο θα ξεκολλήσεις. Φαντάζομαι πως το επιθυμείς αυτό. Δε νομίζω να θέλεις να μείνεις έτσι για πάντα."

Ο Χένρι κούνησε το κεφάλι καταφατικά, δείχνοντας ξεκάθαρα πως τον καταλάβαινε. Είχε σαφέστατα δίκιο. Είχε αρχές, τις οποίες στη πορεία μάλλον τις ξέχασε. Η ώρα πέρασε, ο Κέιλεμπ έφυγε για το σπίτι του. Είχε πολλά να σκεφτεί, να συνειδητοποιήσει. Ένας νέος, άγνωστος και πέραν της λογικής κόσμος μόλις του αποκαλύφθηκε.

Ο χρόνος κύλησε, προχώρησε κατά ένα μήνα, διάστημα στο οποίο άλλαξαν πολλά. Κάτι υπήρχε στο σκοτάδι, κινούνταν στις σκιές και κρατούσε τρομοκρατημένους όλους αυτούς που δούλευαν για το οργανωμένο έγκλημα. Ήταν κάτι που δε μπορούσαν να εξηγήσουν, δεν ήξεραν πως να αντιμετωπίσουν, κάτι άγνωστο που τους προκαλούσε φόβο, που το έβρισκαν πάντα μπροστά τους και τους κατέστρεφε τα σχέδια.

Ήταν το βράδυ μιας Τρίτης. Η αστυνομία ετοιμαζόταν να κάνει έφοδο σε μια αποθήκη που, σύμφωνα με την έρευνά της, αποτελούσε την έδρα μιας συμμορίας διακίνησης ναρκωτικών και όπλων. Ο αρχηγός τους μάλιστα ήταν καταζητούμενος για δύο φόνους. Οι πλήρως εξοπλισμένοι αστυνομικοί ήταν τοποθετημένοι περιμετρικά. Μεταξύ τους και ο Κέιλεμπ. Ήταν έτοιμοι να εισβάλουν όταν ακούστηκαν πυροβολισμοί μέσα από την αποθήκη, μαζί με φωνές. Ο επικεφαλής της επιχείρησης έδωσε σήμα να ξεκινήσουν εσπευσμένα. Μπήκαν μέσα φωνάζοντας "ακίνητοι", όμως κανένας δε στεκόταν όρθιος. Είδαν εφτά άντρες και μια γυναίκα, όλους πεσμένους στο έδαφος. Δεν ήταν νεκροί, ήταν απλώς ζαλισμένοι ή στη χειρότερη περίπτωση αναίσθητοι. Τους πέρασαν χειροπέδες και τους μετέφεραν στα αστυνομικά οχήματα που κατέφθασαν εκείνη την ώρα. Ο Κέιλεμπ σήκωσε το κεφάλι του και πριν φύγει έψαξε με τα μάτια του τριγύρω. Σε μια άκρη στεκόταν ο Χένρι, αόρατος για όλους τους άλλους και ο Κέιλεμπ του χαμογέλασε. Ο Χένρι είχε γίνει ο πολυτιμότερος συνεργάτης του, ο μυστικός του παρτενέρ, που γνώριζε μόνο ο ίδιος και που συνέχιζε την εκδίκησή του, μόνο που τώρα δρούσε όπως ο Κέιλεμπ ήθελε, περιορίζοντας τις απώλειες στις απολύτως απαραίτητες. Και όλα έδειχναν πως η ανακάλυψη του ατόμου που διέταξε την εκτέλεσή του δεν ήταν μακριά. Μια εκκρεμότητα, που η λύση της ίσως του χάριζε την ελευθερία, την ευκαιρία να προχωρήσει παραπέρα. Ίσως όμως και όχι...Άραγε ο ίδιος θα είχε τη δυνατότητα της επιλογής; Και αν ναι, τι θα διάλεγε;